Κορεσμένα λιπαρά και καρδιαγγειακός κίνδυνος: η επαναξιολόγηση μιας αμφιλεγόμενης σχέσης

Κορεσμένα λιπαρά και καρδιαγγειακός κίνδυνος: η επαναξιολόγηση μιας αμφιλεγόμενης σχέσης

Comment Icon0 Comments
Reading Time Icon1 min read
Spread the love

Η κατανάλωση κορεσμένου λίπους και ο κίνδυνος καρδιαγγειακών συμβαμάτων ή ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου είναι μια σχέση, η οποία αν και έχει διερευνηθεί αρκετά, εξακολουθεί να διχάζει την επιστημονική κοινότητα.

Κορεσμένο είναι το λίπος, που βρίσκεται κατά κόρον στα γαλακτοκομικά προϊόντα (και στο βούτυρο γάλακτος), στο κρέας και στα παράγωγα του, αλλά και σε ορισμένα φυτικά λιπαρά, όπως το φοινικέλαιο και το λάδι καρύδας.

Για δεκαετίες, η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών θεωρούντο ότι υπονομεύει την καρδιαγγειακή υγεία. Μια διατροφή πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά αποδεδειγμένα αυξάνει σημαντικά την συγκέντρωση της LDL («κακής») χοληστερόλης στο πλάσμα. Η LDL χοληστερόλη θεωρείται «κακή», γιατί αποτελεί ανεξάρτητο και τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακής νόσου. Άλλοι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου αποτελούν: η υψηλή αρτηριακή πίεση, το αυξημένο σωματικό βάρος και το κάπνισμα.

Τα κορεσμένα λιπαρά, αν και δεν θεωρούνται «απαραίτητα», καθώς ο οργανισμός μπορεί να τα συνθέτει, έχουν και αυτά διακριτές μεταβολικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένων της μεταγωγής σημάτων, της σύνθεσης δομικών και λειτουργικών μορίων και της τόνωσης της διεργασίας, μέσω της οποίας τα «απαραίτητα» λιπαρά οξέα (ω-3 & ω-6) μετατρέπονται σε λειτουργικά πολυακόρεστα παράγωγα μακράς αλύσου. Επιπλέον, τα κορεσμένα λιπαρά είναι σημαντικά στην τεχνολογία τροφίμων, προσδίδοντας κρεμώδη υφή, γεύση, δομή και σταθερότητα στα τρόφιμα. Εξαιτίας αυτού, η βιομηχανία τροφίμων δημιούργησε μέσω υδρογόνωσης φυτικών πολυακόρεστων λιπαρών, τα τρανς λιπαρά, τα οποία έχουν φυσικοχημικές ιδιότητες κορεσμένων λιπαρών σε πολύ μικρότερο κόστος, αλλά πλέον θεωρούνται τα πιο επιβλαβή λιπαρά για την υγεία.

Στο πλαίσιο για της διεθνούς κίνησης για την «βελτίωση της ποιότητας του διατροφικού λίπους» με στόχο την επιστημονική αναθεώρηση της σύνδεσης κορεσμένων λιπαρών και καρδιαγγειακού κινδύνου, παρουσιάστηκαν το 2015 στην Ολλανδία επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με την κατανάλωση, τη βιοδιαθεσιμότητα, των λειτουργιών και των επιπτώσεων της κατανάλωσης κορεσμένων λιπαρών στους αιτιολογικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.

Πρόσφατες μεταναλύσεις προοπτικών μελετών παρατήρησης και τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές, αναφέρουν ότι υπό συνθήκες ενεργειακού ισοζυγίου, υπάρχει έλλειψη συσχετισμού της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών με τον κίνδυνο για στεφανιαία καρδιακή νόσο, εμφράγματος του μυοκαρδίου, εγκεφαλικών επεισοδίων και θνησιμότητας. Τα αντιφατικά αυτά ευρήματα έχουν προκαλέσει τις τρέχουσες συστάσεις για την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, δημιουργώντας έντονη συζήτηση και σύγχυση τόσο μεταξύ ειδικών, όσο και καταναλωτών.

Ωστόσο, σε αυτές τις μελέτες δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν το είδος του μακροθρεπτικού συστατικού που αντικαθιστά τα κορεσμένα λιπαρά. Μακροθρεπτικά είναι τα συστατικά της τροφής αποδίδουν ενέργεια- θερμίδες στον οργανισμό: πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπος και το αλκοόλ. Επιπλέον, πολλές από τις μελέτες δεν συσχέτισαν το είδος των κορεσμένων λιπαρών οξέων, ενώ φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση και με το τρόφιμο- πηγή κορεσμένων λιπαρών και του καρδιαγγειακού κινδύνου, η οποία δεν εξετάστηκε.

Η επίδραση της μείωσης των κορεσμένων λιπαρών επηρεάζεται περισσότερο, λιγότερο ή καθόλου ανάλογα τα μακροθρεπτικά συστατικά που τα αντικαθιστούν. Η μεγαλύτερη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, η οποία επιβεβαιώθηκε και από ελεγχόμενες, τυχαιοποιημένες μελέτες, προκύπτει όταν τα κορεσμένα λιπαρά αντικαθίστανται από πολυακόρεστα. Η αντικατάσταση 10% της συνολικής ενέργειας που προέρχεται από κορεσμένα λιπαρά μειώνει τα καρδιαγγειακά επεισόδια κατά 27%, ενώ η αντικατάσταση κατά 5% μειώνει τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου κατά 10%. Τα δεδομένα για πιθανό όφελος από την αντικατάσταση των κορεσμένων από μονοακόρεστα λιπαρά χαρακτηρίζονταν ως ανεπαρκή.

Το είδος των κορεσμένων λιπαρών οξέων επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο τα επίπεδα λιποπρωτεϊνών στο πλάσμα. Για παράδειγμα το παλμιτικό οξύ, το πιο κοινό κορεσμένο λιπαρό οξύ με 16 άτομα άνθρακα, αυξάνει τα επίπεδα της ολικής και της LDL χοληστερόλης, χωρίς να αλλάζει την HDL χοληστερόλη, ενώ το μυριστικό οξύ με 14 άτομα άνθρακα αυξάνει την LDL χοληστερόλη πιο πολύ από όλα τα κορεσμένα λιπαρά οξέα.

Όλο και περισσότερες μελέτες αναδεικνύουν στοιχεία σχετικά με το τρόφιμο- πηγή κορεσμένων και του κίνδυνου στεφανιαίας νόσου. Η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων έχει συσχετιστεί με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, αλλά τα στοιχεία είναι ανεπαρκή για να δικαιολογήσουν διατροφικές συστάσεις.

Υπάρχουν μικρά, πυκνά LDL σωματίδια, τα οποία περιέχουν λιγότερη χοληστερόλη, αλλά περισσότερα τριγλυκερίδια και σχετίζονται εντονότερα με πιο αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου από τα μεγαλύτερα σωματίδια LDL. Το μέγεθος των LDL επηρεάζεται από την κατανάλωση πλεονάζουσας ενέργειας και τη σύνθεση της δίαιτας. Υψηλότερη πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών σχετίζεται με αυξήσεις στα μεγαλύτερα, πιο «αθώα» μόρια LDL.

Επίσης, υπάρχουν αποδείξεις ότι τα άτομα με χαμηλή τιμή της HDL χοληστερόλης, αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, αλλά παραδόξως, τα υψηλότερα επίπεδα της δεν συνδέονται πάντα με χαμηλότερο κίνδυνο. Φαίνεται ότι η λειτουργικότητα της «καλής» HDL χοληστερόλης είναι πολύ σημαντικός παράγοντας της προστατευτικής της δράσης.

Ως εκ τούτου, η κλινική ερμηνεία των αυξημένων τιμών HDL που συνδέεται με την κατανάλωση κάποιων ειδών κορεσμένων λιπαρών (πχ. λαυρικό οξύ) είναι αβέβαιη και εγγυάται περαιτέρω έρευνας. Άλλοι δείκτες όπως το μέγεθος των σωματιδίων της LDL, προθρομβωτικοί και φλεγμονώδεις παράγοντες δεν έχουν επιβεβαιωμένη αιτιολογική σχέση με τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, ενώ συγκλίνουσες ενδείξεις για συγκεκριμένες επιπτώσεις των κορεσμένων λιπαρών σε οποιοδήποτε από αυτούς τους δείκτες δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς. Τα στοιχεία για την επίδραση των κορεσμένων λιπαρών στην αρτηριακή πίεση και την ευαισθησία στην ινσουλίνη δεν θεωρήθηκαν επαρκή.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το λάδι καρύδας περιέχει> 80% κορεσμένα λιπαρά οξέα. Σήμερα κυριαρχεί η παρανόηση ότι επειδή τα κορεσμένα λιπαρά στο λάδι καρύδας είναι μεσαίας αλύσου, μεταβολίζονται διαφορετικά από τα μακράς αλύσου λιπαρά οξέα (≥ C12). Ωστόσο, λάδι καρύδας περιέχει περίπου 50% λαυρικό οξύ (C12) και 15% μυριστικό οξύ (C14), που έχουν ισχυρή επίδραση στην αύξηση της LDL, αλλά και της HDL χοληστερόλης. Ως εκ τούτου, η δημοφιλής πεποίθηση ότι το λάδι καρύδας είναι μια υγιεινή επιλογή δεν υποστηρίζεται τουλάχιστον από επιστημονικά στοιχεία.

Σε σύγκριση με τα άφθονα δεδομένα για την κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών και του κίνδυνου στεφανιαίας νόσου, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών και την μείωση του κίνδυνου εγκεφαλικού επεισοδίου.

Εν κατακλείδι, η μερική αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών με τρόφιμα πλούσια σε πολυακόρεστα λιπαρά σχετίζεται με μια σημαντική μείωση του κινδύνου στεφανιαίας νόσου, μέσω της μείωσης της LDL χοληστερόλης, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της πρόληψης της στεφανιαίας νόσου, αλλά και η συνολική διατροφική πρόσληψη και η πηγή των κορεσμένων λιπαρών έχουν επίσης σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία.

Προς το παρόν οι κατευθυντήριες διατροφικές οδηγίες πρέπει να επικεντρώνονται σε τρόφιμα και διατροφικές συνήθειες, ώστε να βελτιωθεί η αντίληψη του μέσου καταναλωτή, με απώτερο στόχο την επιλογή υγιεινότερων τροφίμων, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις αλληλεπιδράσεις των θρεπτικών συστατικών και διευκολύνοντας τις διαιτητικές στρατηγικές για την μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν τις Σκανδιναβικές Διατροφικές Συστάσεις, τις Διαιτητικές Κατευθυντήριες γραμμές για τους Αμερικανούς 2015-2020 και τις Ολλανδικές διατροφικές κατευθυντήριες γραμμές του 2015.

Πηγή: Joyce A. Nettleton a Ingeborg A. Brouwer b Johanna M. Geleijnse c Gerard Hornstra d «Saturated Fat Consumption and Risk of Coronary Heart Disease and Ischemic Stroke: A Science Update» ScienceVoice Consulting, Denver, CO , USA; b Vrije Universiteit Amsterdam, Amsterdam ,c Department Agrotechnology and Food Sciences, Wageningen University, Wageningen , and Experimental Nutrition (ret’d), Maastricht University, Maastricht , The Netherlands Ann Nutr Metab 2017;70:26–33 DOI: 10.1159/000455681 Received: September 29, 2016 Accepted after revision: December 26, 2016 Published online: January 27, 2017

Συντάκτης Άρθρου

Share this article

Related Posts