Βιταμίνη D και Παχυσαρκία:  σχέση αιτίου ή αιτιατού;

Βιταμίνη D και Παχυσαρκία: σχέση αιτίου ή αιτιατού;

Comment Icon0 Comments
Reading Time Icon2 min read
Spread the love

H βιταμίνη D γνωστή και ως ’’βιταμίνη του ήλιου’’ είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία προσλαμβάνεται στο 80-90% μέσω της έκθεσης του δέρματος στην ηλιακή ακτινοβολία και το υπόλοιπο λαμβάνεται μέσω της τροφής. Διατροφικές πηγές πλούσιες σε βιταμίνη D αποτελούν τα λιπαρά ψάρια (π.χ. σολομός, σαρδέλες, σκουμπρί), το μουρουνέλαιο, το συκώτι, ο κρόκος αυγού, τα μανιτάρια (που έχουν εκτεθεί στην υπεριώδη ακτινοβολία) καθώς και τα εμπλουτισμένα προϊόντα.

Αναφορικά με την σύνθεση της βιταμίνης από τον οργανισμό, η απορρόφησή της εξαρτάται από διαφόρους παράγοντες όπως: τη χρήση αντηλιακού (μπλοκάρει τις UVB ακτινοβολίες), την ώρα έκθεσης στον ήλιο και την εποχικότητα, το χρώμα του δέρματος, την ηλικία, την έκταση του δέρματος που εκτίθεται, την ανεπάρκεια μαγνησίου, το σωματικό λίπος, αλλά και χρόνιες παθήσεις που επηρεάζουν την απορρόφηση του λίπους. Ιδανικές συνθήκες αποτελούν η έκθεση στον ήλιο περίπου 5-30 λεπτά με ελαφρύ ρουχισμό που να μην καλύπτει την μεγαλύτερη επιφάνεια του σώματος χωρίς χρήση αντηλιακού, περισσότερες από 2 φορές την εβδομάδα μεταξύ 10:00-15:00.

Γιατί τα ποσοστά ανεπάρκειας/έλλειψης βιταμίνης D στην Ελλάδα είναι αυξημένα;

Δυστυχώς παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα τους περισσότερους μήνες του χρόνου εμφανίζει ηλιοφάνεια τα ποσοστά ανεπάρκειας/έλλειψης είναι αρκετά υψηλά με ένα μεγάλο ποσοστό αυτών να ζουν με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία. Εδώ έγκειται και το ερώτημα αν τα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας στην Ελλάδα ευθύνονται για τον επιπολασμό της ανεπάρκειας/έλλειψης βιταμίνης D.Μάλιστα στην μελέτη των Zakharova et al. διαπιστώθηκε ότι το 2019 τα παιδιά που ζούσαν με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία στην Ελλάδα εμφάνιζαν ανεπάρκεια/έλλειψη σε ποσοστό 60,5% και 51,6% αντίστοιχα. Πιθανή εξήγηση του παράδοξου αυτού αποτελούν:

  • Η δερματική χρώση : το σκούρο δέρμα δυσχεραίνει την πρόσληψη.
  • Η φτωχή κατανάλωση τροφών πλούσιων σε βιταμίνη D.
  • Το γεωγραφικό πλάτος της Ελλάδας (34°- 41°) δεν επιτρέπει επαρκή υπεριώδη ακτινοβολία τους χειμερινούς μήνες και ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές της (γεωγραφικό πλάτος > 39°).

Μπορεί τα χαμηλότερα όρια ανεπάρκειας/έλλειψης βιταμίνης D να διαφέρουν ανά φορέα και ανά ηλικιακή ομάδα, ωστόσο οι ανάγκες των ατόμων που ζουν με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία φαίνεται να είναι αυξημένες με αποτέλεσμα να χρειάζεται να λαμβάνουν μεγαλύτερες δόσεις. Γι’ αυτό κατευθυντήρια γραμμή της κλινικής πρακτικής της ενδοκρινολογίας είναι τα παιδιά και οι έφηβοι που ζουν με παχυσαρκία να λαμβάνουν ως Συνιστάμενη Ημερήσια Πρόσληψη καθημερινά διπλάσια με τριπλάσια ποσότητα από αυτή που προτείνεται για την ηλικία τους προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες τους.

Πως μεταβολίζεται η βιταμίνη D στο σώμα;

Οι δύο κύριες μορφές της είναι η βιταμίνη D2 (ή εργοκαλσιφερόλη – προέρχεται από διαιτητικές πηγές) και η βιταμίνη D3 (ή χοληκαλσιφερόλη – παράγεται στο δέρμα). Η βιταμίνη D αφού παραχθεί στο δέρμα ή προσληφθεί από τα τρόφιμα, εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και μετατρέπεται στο ήπαρ στην 25-υδροξυβιταμίνη-D (ή καλσιδιόλη – 25(OH)D) όπου ένα μέρος της αποθηκεύεται στο ήπαρ, στους μυς και στα λιποκύτταρα, ενώ η υπόλοιπη μεταφέρεται στους νεφρούς και μετατρέπεται στην 1,25-διυδροξυβιταμίνη-D (ή καλσιτριόλη – 1,25(OH)2D) όπου αποτελεί και την ενεργό μορφή της. Ωστόσο ο καλύτερος δείκτης για τον εντοπισμό της συγκέντρωσης της βιταμίνης D στον ορό του αίματος είναι η 25(OH)D η οποία αντιπροσωπεύει την ποσότητα που προσλαμβάνεται από τη διατροφή, την λήψη συμπληρωμάτων και τη βιοσύνθεση αυτής από την έκθεση του δέρματος στην ηλιακή ακτινοβολία.

Πως συνδέεται η παχυσαρκία με την ανεπάρκεια/έλλειψη βιταμίνης D;

Η παχυσαρκία αποτελεί μία από τις αιτίες παρουσίας ανεπάρκειας βιταμίνης D στον οργανισμό. Έχει αποδειχθεί ότι τα άτομα που ζουν με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία με Δείκτη Μάζα Σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο του 25 και 30 αντίστοιχα παρουσιάζουν συχνά ανεπάρκεια/έλλειψη βιταμίνης D, συγκριτικά με όσους είναι φυσιολογικού βάρους και μάλιστα κάθε αύξηση κατά μία μονάδα του ΔΜΣ έχει συνδεθεί με πτώση των επιπέδων βιταμίνης κατά 1.15%. Υπάρχουν ενδείξεις για το ρόλο της παχυσαρκίας ως παράγοντα κινδύνου για ανεπάρκεια βιταμίνης D.

Το ποσοστό του σωματικού λίπους επηρεάζει τη βιοδιαθεσιμότητα της βιταμίνης D καθώς πρόκειται για μία λιποδιαλυτή βιταμίνη. Έτσι παρόλο που η πρόσληψη και η σύνθεση της βιταμίνης είναι ίδια ανεξαρτήτου σωματικού βάρους, στους παχύσαρκους κατανέμεται σε μεγαλύτερο όγκο σώματος (ορό αίματος, λιπώδη ιστό, ήπαρ και μύες) με αποτέλεσμα τα λιποκύτταρα να εγκλωβίζουν στον ενδοκυττάριο χώρο τους μεγαλύτερη ποσότητα βιταμίνης και έτσι να εμποδίζουν τη δραστικότητα της, με την ποσότητα της 25(ΟΗ)D στον ορό να είναι μειωμένη. Μάλιστα στα παχύσαρκα άτομα παρατηρείται αυξημένη δραστικότητα του ενζύμου που μετατρέπει την βιταμίνη D στην ενεργό μορφή της, γεγονός που υποδηλώνει την αυξημένη χρήση της από τον λιπώδη ιστό. Ως αποτέλεσμα, οι παχύσαρκοι χρειάζονται μεγαλύτερη χορήγηση βιταμίνης D για να φτάσουν στα επιθυμητά επίπεδα στο αίμα.

Επίσης πιθανή εξήγηση αποτελεί και η θεώρηση ότι τα παχύσαρκα άτομα πιθανών καταναλώνουν λιγότερα τρόφιμα πλούσια σε βιταμίνη D, αλλά και το γεγονός ότι μπορεί να μην εκτίθενται αρκετά στον ήλιο ή ακόμη και να φοράνε ρούχα που να καλύπτουν μεγάλο μέρος του σώματός τους. Δεν είναι μάλιστα λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι δεν συμμετέχουν συχνά σε δραστηριότητες εκτός σπιτιού με αποτέλεσμα να μην συνθέτουν σε επαρκή βαθμό την απαραίτητη ποσότητα βιταμίνης.
Ακόμη υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που υποδηλώνουν ότι τα μειωμένα επίπεδα βιταμίνης D στον ορό, διεγείρoυν την έκκριση παραθυρεοειδούς ορμόνης (PTH), η οποία προάγει τη διαδικασία της λιπογένεσης. Η καλσιοτριόλη δρα συνεργατικά με τη PTH για τη διατήρηση της ομοιοστασίας των επιπέδων ασβεστίου στο αίμα. Ο συνδυασμός χαμηλής πρόσληψης ασβεστίου μέσω της διατροφής και χαμηλών επίπεδων βιταμίνης D στον ορό του αίματος έχουν συσχετιστεί με παχυσαρκία και συνοδά νοσήματα.
Τέλος σημαντική παράμετρος αξιολόγησης των δύο καταστάσεων αποτελεί και το γενετικό υπόβαθρο. Η γενετική προδιάθεση εκδήλωσης χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D στον ορό του αίματος χωρίς κάποιον επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα, φαίνεται να παρουσιάζει χαμηλή πιθανότητα εκδήλωσης παχυσαρκίας, ενώ η παρουσία γονιδίων που προδιαθέτουν την εκδήλωση παχυσαρκίας σε συνδυασμό με έναν υψηλό Δ.Μ.Σ. μπορούν να οδηγήσουν σε μειωμένα επίπεδα 25(OH)D. Ωστόσο, αναλόγως με το ποια μορφή παθογένειας εμφανίζεται πρώτη, είτε η παχυσαρκία είτε η υποβιταμίνωση D φαίνεται να υπάρχουν διαφορετικοί μηχανισμοί ως προς την τελική συνύπαρξη των δύο παθογενειών ταυτόχρονα στο άτομο, με την σχέση αυτών να αλληλοκαλύπτεται.

Ποιες μπορεί να είναι οι ενέργειες σε περίπτωση συνύπαρξης παχυσαρκίας και υποβιταμίνωσης D;

Πολυάριθμες μελέτες υποδηλώνουν ότι εάν ληφθεί συμπληρωματικά βιταμίνη εξωγενώς, η ενδογενής συγκέντρωση μπορεί να επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα και μάλιστα η χορήγηση συμπληρώματος βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε μικρή μείωση του Δ.Μ.Σ. σε άτομα υπερβάλλοντος βάρους, χωρίς ωστόσο να υποστηρίζεται ακόμη από την πλειοψηφία των μελετών η υπόθεση ότι η συμπληρωματική χορήγηση μπορεί να αυξήσει την απώλεια σωματικού λίπους. Εκτός από τη συμπληρωματική χορήγηση, η απώλεια σωματικού βάρους αποτελεί μια εναλλακτική διαδικασία αύξησης της συγκέντρωσης 25-(ΟΗ)-D3 στον ορό του αίματος. Αναφορικά με τους δείκτες φλεγμονής, σε μακροχρόνια παρακολούθηση ατόμων που ζουν με παχυσαρκία η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D βελτίωσε τη φλεγμονή του λιπώδους ιστού, μειώνοντας έτσι και την παρουσία συνοδών νοσημάτων.

Εν κατακλείδι, η επίδραση του λιπώδους ιστού στον μεταβολισμό της βιταμίνης D, αφενός, και ο παθογόνος ρόλος του στους μηχανισμούς ανάπτυξης παχυσαρκίας αφετέρου, είναι στενά αλληλένδετες και αντιπροσωπεύουν αμοιβαία εξαρτώμενες διαδικασίες. Επομένως, κρίνεται σκόπιμο τα άτομα με αυξημένο σωματικό βάρος να ελέγχουν τα επίπεδα της βιταμίνης στο αίμα, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει έγκαιρη αποκατάσταση των επιπέδων σε περίπτωση έλλειψης, και να καθοριστεί εάν είναι απαραίτητη η λήψη συμπληρώματος και σε ποια ποσότητα.

ΠΗΓΕΣ

  • Holick MF. The vitamin D deficiency pandemic: Approaches for diagnosis, treatment and prevention. Rev Endocr Metab Disord. 2017;18(2):153-65.
  • Zakharova I, Klimov L, Kuryaninova V, Nikitina I, Malyavskaya S, Dolbnya S, et al. Vitamin D Insufficiency in Overweight and Obese Children and Adolescents. Front Endocrinol (Lausanne). 2019;10:103.
  • Kim H, Chandler P, Ng K, Manson JE, Giovannucci E. Obesity and efficacy of vitamin D. Cancer Causes Control. 2020;31(4):303-7.
  • Holick MF, Binkley NC, Bischoff-Ferrari HA, Gordon CM, Hanley DA, Heaney RP, et al. Evaluation, treatment, and prevention of vitamin D deficiency: an Endocrine Society clinical practice guideline. J Clin Endocrinol Metab. 2011;96(7):1911-30.
  • Ruiz-Ojeda FJ, Anguita-Ruiz A, Leis R, Aguilera CM. Genetic Factors and Molecular Mechanisms of Vitamin D and Obesity Relationship. Ann Nutr Metab. 2018;73(2):89-99.
  • Bahrami A, Sadeghnia HR, Tabatabaeizadeh SA, Bahrami-Taghanaki H, Behboodi N, Esmaeili H, et al. Genetic and epigenetic factors influencing vitamin D status. J Cell Physiol. 2018;233(5):4033-43.
  • Cheng S, Massaro JM, Fox CS, Larson MG, Keyes MJ, McCabe EL, et al. Adiposity, cardiometabolic risk, and vitamin D status: the Framingham Heart Study. Diabetes. 2010;59(1):242-8.
  • Manios Y, Moschonis G, Hulshof T, Bourhis AS, Hull GLJ, Dowling KG, et al. Prevalence of vitamin D deficiency and insufficiency among schoolchildren in Greece: the role of sex, degree of urbanisation and seasonality. Br J Nutr. 2017;118(7):550-8.
  • Turer CB, Lin H, Flores G. Prevalence of vitamin D deficiency among overweight and obese US children. Pediatrics. 2013;131(1):e152-61.
  • Jennifer S Walsh 1Simon BowlesAmy L. Evans Vitamin D in obesity. Curr Opin Endocrinol Diabetes Obes. 2017 Dec;24(6):389-394.
  • Luka VranićIvana Mikolašević, and Sandra Milić. Vitamin D Deficiency: Consequence or Cause of Obesity?. Medicina (Kaunas). 2019 Sep; 55(9): 541.
  • L Kirsty Pourshahidi. Vitamin D and obesity: current perspectives and future directions. Proc Nutr Soc. 2015 May;74(2):115-24.

Συντάκτης Άρθρου

Share this article

Related Posts