«Να πιείς ή να μην πιείς». Καθώς περίπου το 70-75% του παγκόσμιου πληθυσμού μας υποφέρει από δυσανεξία στη λακτόζη,1 αυτός είναι ο επώδυνος γρίφος που αντιμετωπίζουμε οι περισσότεροι από εμάς μπροστά σε ένα φλιτζάνι καπουτσίνο ή ένα μπολ παγωτό.
Ενώ, οι περισσότεροι αγαπάμε την πλούσια και κρεμώδη γεύση του γάλακτος, η κατανάλωση γαλακτοκομικών συχνά συνοδεύεται από έντονα συμπτώματα γαστρεντερικής δυσφορίας, που μειώνουν την απόλαυση του φαγητού και μπορεί να περιορίζουν σημαντικά την διατροφική πρόσληψη.
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι μια πεπτική διαταραχή που προκαλείται από την αδυναμία πέψης της λακτόζης, του κύριου υδατάνθρακα στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Η λακτάση είναι το ένζυμο κλειδί στην διάσπαση της λακτόζης. Η λακτάση διασπά την λακτόζη σε 2 απλούστερες μορφές σακχάρων, τη γλυκόζη και τη λακτόζη, τα οποία μπορεί να αφομοιώσει ο οργανισμός. Όσοι έχουν δυσανεξία στη λακτόζη δεν έχουν αρκετή λακτάση στο λεπτό τους έντερο. Στην περίπτωση αυτή, η λακτόζη δεν διασπάται. Αντίθετα, οδηγείται άπεπτη στο παχύ έντερο, όπου ζυμώνεται από τα βακτήρια. Αυτή η ζύμωση σχηματίζει λιπαρά οξέα και αέρια μικρής αλυσίδας, τα οποία προκαλούν φούσκωμα, μετεωρισμό και πόνο. Τα πιο κοινά συμπτώματα που μπορεί να είναι φούσκωμα, αέρια, διάρροια και κράμπες στην κοιλιά, ενώ η σοβαρότητα των συμπτωμάτων ποικίλλει ανάλογα με την ποσότητα της λακτόζης που ο κάθε ασθενής μπορεί να ανεχτεί.2,3
Μία από τις κύριες ανησυχίες κορυφαίων ιδρυμάτων υγείας για άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη είναι η μη λήψη επαρκών απαραίτητων θρεπτικών συστατικών λόγω της πλήρους αποφυγής των γαλακτοκομικών τροφίμων. 2 Τα γαλακτοκομικά προϊόντα παρέχουν περισσότερο ασβέστιο, πρωτεΐνες, μαγνήσιο, κάλιο, ψευδάργυρο και φώσφορο ανά θερμίδα από οποιαδήποτε άλλη τυπική τροφή που βρίσκεται στη διατροφή των ενηλίκων. 2 Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη θα πρέπει να ενθαρρύνονται να περιορίζουν, αντί να αποφεύγουν τη λακτόζη, στο βαθμό που δεν έχουν συμπτώματα, με στόχο να συμπεριλάβουν ορισμένα γαλακτοκομικά τρόφιμα στη διατροφή τους και να επωφεληθούν από τα σχετικά θρεπτικά συστατικά και την υψηλότερη βιοδιαθεσιμότητά τους και να εκπαιδεύονται σχετικά με τις διατροφικές διαφορές μεταξύ των γαλακτοκομικών προϊόντων και των μη γαλακτοκομικών υποκατάστατων. 2
Στο πλαίσιο αυτό, βοηθητική μπορεί να είναι η χρήση συμπληρώματος ενζύμου λακτάσης πριν από τα γεύματα που περιέχουν λακτόζη. Τα συμπληρώματα λακτάσης μπορούν να βοηθήσουν καθοριστικά συμβάλλοντας στην βελτίωση της πέψης μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, αλλά και προϊόντων που μπορεί να περιέχουν κρυφή λακτόζη. Τα ένζυμα αυτά είναι ασφαλή για χρήση και για αυτό μπορούν να ανακουφίσουν από τα συμπτώματα της ευαισθησίας στην λακτόζη, συμβάλλοντας στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ατόμων με δυσανεξία στην λακτόζη.
ΠΗΓΕΣ
- Delacour H, Leduc A, Loucano-Perdriat A, Plantamura J, Ceppa F. Diagnosis of genetic predisposition for lactose intolerance by high resolution melting analysis.Ann Biol Clin (Paris). 2017 Feb 1. 75(1):67-74.
- Szilagyi, Andrew, and Norma Ishayek. “Lactose intolerance, dairy avoidance, and treatment options.” Nutrients12 (2018): 1994.
- Dzialanski Z., Barany M., Engfeldt P., Magnuson A., Olsson L.A., Nilsson T.K. Lactase persistence versus lactose intolerance: Is there an intermediate phenotype? Biochem. 2016;49:248–252. doi: 10.1016/j.clinbiochem.2015.11.001.