Η αντίσταση στην ινσουλίνη ως κοινός παρονομαστής της παχυσαρκίας, του μεταβολικού συνδρόμου και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.
Η αντίσταση στη δράση της ενδογενώς παραγόμενης ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος αποτελεί σημείο σύγκλισης της παθοφυσιολογίας του σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, του μεταβολικού συνδρόμου, της παχυσαρκίας, του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών, της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος (ΜΑΛΝΗ) και άλλων συχνών διαταραχών.
Στην παρούσα ανασκόπηση γίνεται μια συνοπτική περιγραφή της ινσουλινοαντίστασης, των επιπτώσεων της στον οργανισμό, καθώς και των τρόπων θεραπευτικής αντιμετώπισης της με υγιεινοδιαιτητικά μέτρα και με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, όπου αυτή κρίνεται αναγκαία.
Φυσιολογική δράση της ινσουλίνης
Η ινσουλίνη αποτελεί πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από τα β-κύτταρα του παγκρέατος και ασκεί πλειοτρόπες ρυθμιστικές δράσεις που αφορούν στο μεταβολισμό των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών. Σημαντικά όργανα – στόχοι της δράσης της ινσουλίνης στην περιφέρεια αποτελούν ο λιπώδης ιστός, οι γραμμωτοί μύες και το ήπαρ.
Οι φυσιολογικές δράσεις της ινσουλίνης διακρίνονται σε αναβολικές και αντικαταβολικές Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ο έλεγχος της κυτταρικής πρόσληψης γλυκόζης, η γλυκόλυση (διάσπαση της γλυκόζης για την παραγωγή ενέργειας) και η σύνθεση γλυκογόνου (πολυσακχαρίτης – αποθηκευτικό μακρομόριο).
Η ινσουλίνη προάγει την πρωτεινοσύνθεση και την παραγωγή λιπαρών οξέων ενώ αναστέλλει τη γλυκονεογένεση (de novo σύνθεση γλυκόζης από πρόδρομα μόρια όπως αμινοξέα, γαλακτικό οξύ κλπ), τη γλυκογονόλυση (διάσπαση του γλυκογόνου), τη λιπόλυση και την αποικοδόμηση των πρωτεϊνών.
Επίσης δρα ως αυξητικός παράγοντας, ελέγχοντας τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό (Πίνακας 1, Εικόνα 1).
Σε μοριακό επίπεδο η ινσουλίνη ασκεί τη δράση της στα κύτταρα-στόχους, κατόπιν σύνδεσης της με ειδικό διαμεμβρανικό υποδοχέα που έχει ενζυμική δράση τυροσινικής κινάσης (ενζυμική δραστηριότητα φωσφορυλίωσης πρωτεινών που περιέχουν τυροσίνη).
Ακολουθεί ένας ενδοκυττάριος καταρράκτης χημικών αντιδράσεων – μεταγωγής του σήματος οπού μεσολαβούν οι πρωτείνες IRS (Insulin Receptor Substrate – Υποστρώματα Υποδοχέα Ινσουλίνης).
Το τελικό αποτέλεσμα είναι η ρύθμιση της έκφρασης γονιδίων, η ενεργοποίηση ενζύμων του μεταβολισμού και η κινητοποίηση των GLUTs (Glucose Transporters) που είναι μεταφορικές πρωτείνες – υπεύθυνες για την ινσουλινοεξαρτώμενη κυτταρική πρόσληψη της γλυκόζης (Εικόνα 2 ).
MAPK: Mitogen Activated Protein Kinase / Κινάση Ενεργοποιούμενη από Μιτογόνα
PI3K: Κινάση της φωσφατιδιλο-ινοσιτόλης 3
GLUT: Glucose transporters (Μεταφορείς Γλυκόζης)
Ορισμός της ινσουλινοαντίστασης
Με τον όρο αντίσταση στην ινσουλίνη περιγράφεται το βιολογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ελαττωμένη βιολογική ανταπόκριση σε μια δεδομένη συγκέντρωση ινσουλίνης (Εικόνα 3).
Ειδικότερα αφορά σε μειωμένη ευαισθησία των περιφερικών ιστών στην δράση της ινσουλίνης με αντίκτυπο στο μεταβολισμό της γλυκόζης, των λιπών και των πρωτεϊνών.
Η αντίσταση των ιστών στη δράση της ινσουλίνης αυξάνεται σε συνθήκες μειωμένης σωματικής δραστηριότητας (καθιστική ζωή), σε συνθήκες σωματικού stress (φλεγμονές, οξέα συμβάμματα) και σε φυσιολογικές καταστάσεις όπως κατά την εφηβεία και την εγκυμοσύνη.
Μια πλειάδα συχνών παθήσεων συνδέονται με την ινσουλινοαντίσταση όπως ο προδιαβήτης, ο διαβήτης τύπου ΙΙ, το μεταβολικό σύνδρομο, το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (ΜΑΛΝΗ), το σύνδρομο υπνικής άπνοιας, η παχυσαρκία, η αρτηριακή υπέρταση και η χρήση φαρμάκων (όπως π.χ τα κορτικοστεροειδή).
Επίσης παρατηρείται σπανιότερα σε νοσήματα όπως ορισμένες ενδοκρινοπάθειες (Μεγαλακρία, σύνδρομο Cushing, Φαιοχρωμοκύτωμα), ο Λεπρεχωνισμός, οι συγγενείς Λιποδυστροφίες, το σύνδρομο Prader-Willi, η Μελανίζουσα Ακάνθωση, μεταλλάξεις του υποδοχέα της ινσουλίνης, αυτοαντισώματα έναντι του υποδοχέα της ινσουλίνης κ.α.
Προσδιορισμός ινσουλινοαντίστασης
H αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να προσδιοριστεί ποσοτικά.
Μέθοδος αναφοράς αποτελεί η τεχνική της ευγλυκαιμικής – υπερινσουλιναιμικής καθήλωσης της γλυκόζης (Ευγλυκαιμικό υπερινσουλιναιμικό clamp) που πραγματοποιείται σε ειδικό εργαστήριο. Παράλληλα έχουν αναπτυχθεί κι άλλοι ειδικοί δείκτες όπως οι HOMA και QUICKI. Ωστόσο τα μοντέλα προσδιορισμού της αντίστασης στην ινσουλίνη δεν εφαρμόζονται στην καθημερινή κλινική πράξη καθώς περιορίζονται σε ερευνητικές μελέτες.
Διαβάστε επίσης:
Αντίσταση στην Ινσουλίνη – Μέρος Β’ : Παθοφυσιολογία της αντίστασης στην ινσουλίνη
και Αντίσταση στην Ινσουλίνη – Μέρος Γ’ : Παχυσαρκία και ινσουλινοαντίσταση
Βιβλιογραφία:
1. Αντίσταση στην ινσουλίνη (Παθοφυσιολογία του Σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ) από μετεκπαιδευτικό πρόγραμμά e-learning Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Σακχαρώδης Διαβήτης : Από τη Θεωρία στην Πράξη
2. Η παθοφυσιολογία του σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ. Μήτρου Π. από Μυγδάλη Η.Ν. Στρατηγικές στο σακχαρώδη διαβήτη 2016 (33-53)
3. Παθογένεια της Μη Αλκοολικής Λιπώδους Νόσου Ήπατος (ΜΑΛΝΗ) και συσχέτιση με σακχαρώδη διαβήτη. Ντουράκης Σ.Π.από ΠΜΣ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Σακχαρώδης διαβήτης και Παχυσαρκία
4. Εκτίμηση της αντίστασης των ιστών στη δράση της ινσουλίνης. Μητράκου Α. από από ΠΜΣ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Σακχαρώδης διαβήτης και Παχυσαρκία
5. Μέθοδοι εκτίμησης ινσουλινοευαισθησίας. Σουλής Κ. Ελληνικά Διαβητολογικά Χρονικά 22, 2: 115 -121, 2009
6. Φαρμακευτική θεραπεία πριν την ινσουλίνη : Φάρμακα κατά της αντίστασης της ινσουλίνης από μετεκπαιδευτικό πρόγραμμά e-learning Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Σακχαρώδης Διαβήτης : Από τη Θεωρία στην Πράξη
7. Διγουανίδια – Μετφορμίνη. Μπούσμπουλας Σ. από ΠΜΣ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Σακχαρώδης διαβήτης και Παχυσαρκία
8. Θειαζολιδινεδιόνες – Πιογλιταζόνη. Νούτσου Μ από ΠΜΣ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Σακχαρώδης διαβήτης και Παχυσαρκία
9. Ο ρόλος της βιταμίνης D στο σακχαρώδη διαβήτη. Παπαζαφειροπούλου Α. και συν Επιστημονικά Χρονικά (2016) 21:(2):137-146
10. Άσκηση και σακχαρώδης διαβήτης. Χαλβατσιώτης Π.Γ. από ΠΜΣ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Σακχαρώδης διαβήτης και Παχυσαρκία
11. Κατευθυντήριες Οδηγίες Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρίας (2017)