Στο γαστρεντερικό σύστημα αναπτύσσεται και διαβιεί ένας μεγάλος αριθμός μικροοργανισμών. Έως και 100 τρισεκατομμύρια συμβιωτικά μικρόβια ζουν στο έντερο, που ονομάζεται εντερικό μικροβίωμα.
Υπολογίζεται ότι το συνολικό βάρος των μικροβίων αυτών είναι περίπου 2 κιλά. Mια υγιής μικροχλωρίδα του εντέρου είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του μεταβολισμού και της ενεργειακής ισορροπίας του σώματος. Η ανισορροπία στη μικροχλωρίδα του εντέρου μπορεί να προκαλέσει μεταβολικές διαταραχές και να αυξήσει την κεντρική όρεξη, οδηγώντας σε παχυσαρκία.
Μικροβίωμα και παχυσαρκία
Μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια αποδεικνύουν ότι το εντερικό μικροβίωμα σχετίζεται με την παχυσαρκία, ενώ παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις στα παχύσαρκα έμβια όντα, είτε πρόκειται για ανθρώπους, είτε για ζώα. Είναι πλέον καλά τεκμηριωμένο ότι τα παχύσαρκα άτομα έχουν διαφορετικό προφίλ μικροχλωρίδας σε σύγκριση με άτομα φυσιολογικού σωματικού βάρους. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι σε περίπτωση παχυσαρκίας μειώνεται η βακτηριδιακή ποικιλομορφία, αλλά και η γενικότερη σύνθεση του μικροβιώματος. Παρατηρούνται μειωμένοι πληθυσμοί των Bacteroidetes και αυξάνεται η εμφάνιση των Firmicutes. Μάλιστα, έχει αποδειχθεί ότι σε αυτή την περίπτωση συχνά ο οργανισμός συγκεντρώνει μεγαλύτερα ποσοστά ενέργειας από την τροφή που προσλαμβάνει, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο Δείκτης Μάζας Σώματος.
Επιπλέον, το εντερικό μικροβίωμα είναι δυνατό να επηρεάσει τη συσσώρευση λίπους στον οργανισμό και τα επίπεδα της αντίστασης που αυτός παρουσιάζει στην ινσουλίνη, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν λαμβάνεται αυξημένη ποσότητα τροφής. Αυτή η προδιάθεση για συσσώρευση λίπους στον οργανισμό εξαρτάται από την αναλογία της παρουσίας των βακτηρίων Firmicutes / Bacteroidetes. Μια κλινική μελέτη διαπίστωσε ότι αύξηση κατά 20% στην αφθονία της φυλής Firmicutes συσχετίστηκε με αύξηση κατά 150 kcal στη συγκομιδή ενέργειας.
Η επίδραση της διατροφή στο ανθρώπινο εντερικό μικροβίωμα
Η διατροφή είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που οδηγούν σε παχυσαρκία. Οι διατροφικές συνήθειες των ανεπτυγμένων χωρών και περιοχών έχουν χαρακτηριστεί από υψηλή κατανάλωση λιπαρών και ζάχαρης, γεγονός που έχει συμβάλει στη σταδιακή αύξηση της παχυσαρκίας. Έχει αποδειχθεί ότι η μεταβολή της διατροφής ενός παχύσαρκου ατόμου, εκτός από τη μείωση του βάρους του, μπορεί να μεταβάλλει και τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος, ακόμη και σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η μεσογειακή διατροφή
Η μεσογειακή διατροφή μπορεί να βοηθήσει στην αύξηση των ωφέλιμων μικροοργανισμών του εντερικού μικροβιώματος, άρα και να μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης ασθενειών και παχυσαρκίας. Η μεσογειακή διατροφή επικεντρώνεται σε υψηλή ποσότητα δημητριακών ολικής αλέσεως, λαχανικών, μονοακόρεστων ή ω-3 πολυακόρεστων λιπαρών και φρούτων και θεωρείται το καλύτερο πρότυπο για υγιεινή ζωή.
Οι φυτικές τροφές που βρίσκονται σε πληθώρα στη μεσογειακή διατροφή μπορούν να συμβάλλουν στην μεταβολή της σύνθεσης του εντερικού μικροβιώματος παχύσαρκων ατόμων και στη μείωση της δυσβίωσης. Προσφέρουν στον οργανισμό ποικιλία
θρεπτικών συστατικών χωρίς να του προσδίδουν λίπος. Αποτέλεσμα αυτού, είναι ο αυξημένος κορεσμός και αυξημένες δαπάνες ενέργειας όταν το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας. Επιπλέον, συνδέονται με τη μείωση της λιπώδους μάζας και της αντίστασης στην ινσουλίνη και μειώνουν τις πιθανότητες εμφάνισης φλεγμονών. Δεν μεταβολίζονται από τα πεπτικά ένζυμα, ωστόσο, είναι δυνατόν να μεταβολιστούν από κάποια είδη του εντερικού μικροβιώματος με αναερόβια ζύμωση. Η πρόσληψη αυξημένης ποσότητας φυτικών ινών συσχετίζεται με την αύξηση των Actinobacteria και Bacteroidetes και επηρεάζουν θετικά την αναλογία των Firmicutes/ Bacteroidetes. Ωστόσο, η κατανάλωσή τους στις σύγχρονες κοινωνίες είναι αρκετά μειωμένη σε σύγκριση με παλαιότερα, εξαιτίας του δυτικοποιημένου τρόπου ζωής και διατροφής.
Σημαντικό ρόλο στη θεραπεία της δυσβίωσης εξαιτίας της κακής διατροφής φαίνεται πως διαδραματίζουν τα προβιοτικά. Η αυξημένη πρόσληψή τους είναι δυνατόν να μειώσει τη λιπώδη μάζα, να βελτιώσει την αντίσταση στην ινσουλίνη, να μειώσει τα επίπεδα λιποπολυσακχαριτών και τις πιθανότητες φλεγμονής. Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί που βρίσκονται σε τρόφιμα που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως το γιαούρτι, το κεφίρ, το ξινολάχανο , τις ελιές, τη μαύρη σοκολάτα κλπ.
Συμπερασματικά
Το εντερικό μικροβίωμα:
- διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την ανθρώπινη υγεία και τη ρύθμιση της λιπογένεσης.
- είναι εύκολο να μεταβληθεί, εφόσον το άτομο μεταβάλλει τον τρόπο που τρέφεται.
- συνδέεται με την παχυσαρκία.
- μία διατροφή πλούσια σε φυτικές τροφές και προβιοτικά μπορεί να το διατηρήσει πλούσιο και υγιές.
Πηγές
- Γύπας, Φ., και Μεντής, Φ. Α. (2013, Μάρτιος). Ανθρώπινο μικροβίωμα του
εντέρου: Ο ρόλος του στην υγεία και στη νόσο. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, Τόμος 30, σελ. 272-288. - Bäckhed F, Fraser CM, Ringel Y, Sanders ME, Sartor RB, Sherman PM,
Versalovic J, Young V, Finlay BB. (2012). Defining a healthy human gut
microbiome: current concepts, future directions, and clinical applications. Cell Host
Microbe. 12, 611–622. - de Besten G., Van Eunen K., Groen A.K., Venema K., Reijngoud D.J., Bakker
B.M. The role of short-chain fatty acids in the interplay between diet, gut microbiota,
and host energy metabolism. J. Lipid Res. 2013;54:2325–2340.
doi: 10.1194/jlr.R036012. - Hildebrandt, M. A., Hoffman, C., Sherrill-Mix, S. A., Keilbaugh, S. A., Hamady,
M., Chen, Y.-Y., Wu, G. D. (2009). High Fat Diet Determines the Composition of the
Murine Gut Microbiome Independently of Obesity. Gastroenterology, 137(5), 1716–
24.e1–2. doi: http://doi.org/10.1053/j.gastro.2009.08.042 . - Ley, RE, Bäckhed, F, Turnbaugh, P, et al. (2005) Obesity alters gut microbial
ecology. Proc Natl Acad Sci U S A 102, 11070–11075. - Sabaté J, Wien M. (2010). Vegetarian diets and childhood obesity prevention. Am J Clin Nutr. 91(5):1525S–1529S. Doi: http://dx.doi.org/10.3945/ajcn.2010.28701F.
- Zhang H, DiBaise JK, Zuccolo A, Kudrna D, Braidotti M, Yu Y, Parameswaran P,
Crowell MD, Wing R, Rittmann BE, Krajmalnik-Brown R. (2009). Human gut
microbiota in obesity and after gastric bypass. Proc Natl Acad Sci USA. 106, 2365–
2370.