Το ότι η υπόθεση δίαιτα περιέχει μεγάλες ποσότητες “εγώ” είναι κάτι που όλοι οι διαιτολόγοι γνωρίζουν.
Δεν υπάρχει πιο ισχυρός μοχλός πίεσης για να κινητοποιήσεις ένα άτομο να ξεκινήσει, να διατηρήσει και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα του, από το να προκαλέσεις αυτό το κομμάτι του εγωισμού.
Η αλήθεια είναι, ότι όταν κάποιος βάλει σαν βασική προτεραιότητα, την επίτευξη του στόχου της απώλειας κιλών και ταυτόχρονα οργανώσει σωστά το πώς θα το πετύχει, πρακτικά δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για να τον σταματήσει. Και δεν είναι τυχαίο ότι όταν παραμερίσει αυτό το προσωπικό στόχο και θέσει άλλες προτεραιότητές (συχνά άλλων ανθρώπων) τότε αυτή η προσπάθεια τερματίζει ή αρχίζει να παραπαίει.
Η αντίσταση
Πόσες φορές όμως εμείς οι διαιτολόγοι δεν έχουμε ακούσει την έκφραση δεν προλαβαίνω να… φάω πρωινό/ καθαρίσω τα φρούτα μου/ κάνω άσκηση κλπ; Πόσες είναι οι περιπτώσεις που βλέπουμε μπροστά μας γυναίκες που γίνονται χίλια κομμάτια για να κάνουν ένα πλήθος εργασιών ή για να αντεπεξέλθουν σε διάφορες οικογενειακές ή και προσωπικές υποχρεώσεις; Και ταυτόχρονα δεν μπορούν (όπως λένε) να φροντίσουν τον εαυτό τους. Πόσες φορές έχουμε συναντήσει την άρνηση κάποιου να αφιερώσει λίγο χρόνο στη δουλειά για να καταναλώσει ένα μικρογεύμα ή να φάει ένα φρούτο; Άπειρες.
Και όσο εύκολα κάποιος μπορεί να πάρει την απόφαση να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα διατροφής άλλο τόσο εύκολα μπορεί και να το εγκαταλείψει ή να το παραβιάσει σε λίγες μόνο εβδομάδες αν όχι μέρες.
Το πιο σωστό είναι να πούμε ότι όσο πιο ΕΠΙΠΟΛΑΙΑ κάποιος παίρνει την απόφαση να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα διατροφής, τόσο πιο εύκολα και γρήγορα διαπιστώνει ότι ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Ή ότι για αλλού ξεκίνησε και για αλλού πάει. Εύκολο είναι να πεις ότι ξεκινώ αλλά σίγουρα αυτό προϋποθέτει προγραμματισμό, συνέπεια και συνείδηση ότι απαιτούνται ανατροπές και αλλαγές στην καθημερινότητα.
Βασικό λοιπόν στοιχείο είναι και η ωριμότητα των αποφάσεων. Η συνείδηση των υποχρεώσεων και των αναγκαίων προσαρμογών στο τρόπο ζωής. Αλλά και οι τροποποιήσεις στις προσωπικές διατροφικές επιλογές που πρέπει να γίνουν για να επιτευχθεί ο στόχος, η διαχείριση του βάρους.
Αρκεί όμως μόνο αυτό;
Γιατί κανένας δεν ζει μόνος του ή απομονωμένος από τους άλλους. Και ένα σωστό πρόγραμμα διατροφής πέρα από το να είναι πρόγραμμα και να υπάρχει μία ελάχιστη καθημερινή οργάνωση ή να περιλαμβάνει το σύνολο των τροφών που να καλύπτουν στη πλειονότητά τους τις απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά, πρέπει να είναι και συμβατό τόσο με την πραγματικότητα του κάθε ενός αλλά και με τις κοινωνικές του υποχρεώσεις.
Αλλαγές που είναι δύσκολες να πραγματοποιηθούν όταν κάποιος ζει μαζί με άλλους ή όταν ο κοινωνικός περίγυρος του «συμμετέχει» άθελά του στο σενάριο της αποτυχίας. Συνήθως ο οικογενειακός περίγυρος αποτελεί τη βασική τροχοπέδη. Αν τα μέλη της οικογένειας έχουν την δική τους διατροφική ταυτότητα που δεν έχει κοινά χαρακτηριστικά με των υπολοίπων τότε εύκολα μία κουζίνα μπορεί να μετατραπεί σε ένα φρενοκομείο και τα ντουλάπια των τροφίμων να είναι μία παγίδα – πρόκληση. Και το εγώ;
Ο ρόλος του διαιτολόγου
Εδώ ξεκινάει ο ρόλος του διαιτολόγου. Πού πέρα από τα αυτονόητα, να ορίζει μία διατροφή επαρκή σε θρεπτικά συστατικά και να προχωρά σε διατροφικές παρεμβάσεις τέτοιες που να αναδιαμορφώνουν τις διατροφικές συνήθειες, θα πρέπει να αποτελεί το σημείο αναφοράς της προσπάθειας του διαιτώμενου. Όχι με την έννοια του μπαμπούλα ή του στοργικού τροφού ή του παρηγορητικού ώμου, ρόλοι που αναζητούν αρκετές φορές οι διαιτώμενοι.
Πως μπορεί αν επιτευχθεί αυτό; Με την δημιουργία αμοιβαίας δέσμευσης μεταξύ διαιτολόγου και διαιτώμενου που προσωπικά πιστεύω ότι είναι το καλύτερο εργαλείο που μπορεί να φέρει τα πιο ουσιαστικά και μακροχρόνια αποτελέσματα. Η «αναφορά» σε κάποιον, είτε με την μορφή γραπτής καταγραφής ιστορικού κατανάλωσης τροφής είτε με την μορφή προφορικής ανάλυσης – ανάκλησης ιστορικού, είναι ένας τρόπος κάποιος να κάνει απολογισμό της προσπάθειάς του και να πάρει μια εκτίμηση της ορθότητας των επιλογών. Όσο πιο αναλυτική είναι αυτή η αναφορά τόσο πιο ουσιαστική γίνεται και η παρέμβαση τους διαιτολόγου. Ειδικότερα δε όταν αυτή η «αναφορά» συνοδεύεται και από σχόλια για την διάθεση του ατόμου ή τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η κατανάλωση του φαγητού.
Πολλές φορές ένας διαιτολόγος πρέπει να υπενθυμίζει το αίτημα με το οποίο κάποιος ξεκίνησε την συνεργασία του με τον ειδικό αλλά και να το επανατοποθετεί σε ρεαλιστικές βάσεις. Είτε γιατί οι συνθήκες ζωής αλλάζουν είτε γιατί οι οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις οδηγούν εκ των πραγμάτων το πρόγραμμα προς τα πίσω. Η σωστή διαχείριση απρόοπτων διατροφικών καταστάσεων (οικογενειακό ή επαγγελματικό γεύμα, ένα ταξίδι ή ακόμα και μια χαλασμένη κουζίνα) μπορεί να γίνει εφικτή μόνο κάτω από μία ρεαλιστική θεώρηση των καταστάσεων.
Ακόμα παραπέρα η συνεργασία με ένα διαιτολόγο μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα τόσο στο επίπεδο της διαμόρφωσης νέων διατροφικών συνηθειών όσο και στην αλλαγή του τρόπου ζωής. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος βρίσκεται εγκλωβισμένος στην καθημερινότητά του και οι ακόμα και πιο απλές διορθωτικές κινήσεις δεν είναι ορατές ή άμεσα εφικτές.
Ένα άλλο δυνατό σημείο της συνεργασίας με τον διαιτολόγο είναι και η διαρκής εμψύχωση και προσπάθεια ανάδειξης των θετικών βημάτων στην εκτέλεση του προγράμματος. Άπειρες φορές προσωπικά έχω βιώσει την στιγμιαία μεταβολή της θέσης του διαιτώμενου από το «δεν χάσει καθόλου, μην σου πω ότι έχω πάρει κιόλας» στο μετά το επιτυχές ζύγισμα «δεν πήγα καλά, δεν έχω χάσει καθόλου / όσο θα ήθελα / όσο θα μπορούσα». Ή ακόμα και πιο συχνά την αρνητική διάθεση όταν η απώλεια του βάρους δεν είναι η αναμενόμενη ή όταν «κολλάει» η ζυγαριά. Η ανάλυση των δεδομένων,(πως τηρήθηκε το πρόγραμμα αν υπάρχουν άλλοι τρίτοι παράγοντες που έπαιξαν κάποιο ρόλο) η επανεκτίμηση όλης της μέχρι τώρα πορείας, η εκτίμηση όλων των αλλαγών που έχουν επιτευχθεί και η συσχέτισή τους με θετικά στοιχεία που βιώνει ο διαιτώμενος όλα αυτά αποτελούν ενισχυτικά της κοινής προσπάθειας.
Μπορεί τα θετικά αποτελέσματα να τα βλέπει πάνω του μόνο ένας αλλά την ικανοποίηση της επιτυχίας την μοιράζονται και οι δύο. Βλέπετε η δίαιτα είναι ένα χορός, σαν το ταγκό που καλό είναι να μην τον χορεύεις μόνο σου.