Τα τελευταία χρόνια, πολύς λόγος έχει γίνει για τον τρόπο διατροφής μας και πιο συγκεκριμένα για το πως οι λανθασμένες διατροφικές επιλογές μας συνδέονται με τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα.
Ο συχνά λανθασμένος τρόπος διατροφής μας, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο σύγχρονο τρόπο ζωής, στις πολλές απαιτήσεις των καιρών και στην έλλειψη χρόνου. Πιο συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι περισσότεροι γονείς στις μέρες μας εργάζονται αρκετές ώρες εκτός σπιτιού, έχει ως αποτέλεσμα να μην έχουν το χρόνο προκειμένου να ετοιμάσουν ένα πλήρες και ισορροπημένο γεύμα για τους ίδιους αλλά και για τα παιδιά τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε γρήγορες λύσεις, όπως είναι το έτοιμο φαγητό, το οποίο δεν είναι υγιεινό, τους προσθέτει ‘άχρηστες’ θερμίδες και συσσωρευτικά έχει επιβλαβείς επιπτώσεις στη υγεία.
Επιπλέον, οι λανθασμένες διατροφικές επιλογές, είναι συνάρτηση και του στρες που χαρακτηρίζει το σύγχρονο τρόπο ζωής. Πιο συγκεκριμένα, το στρες φαίνεται ότι αυξάνει τις διατροφικές απαιτήσεις, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζει την επιλογή της τροφής, την ποιότητα και την ποσότητα αυτής. Η έρευνα δείχνει ότι πολλά υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα (και ειδικά όσοι εμφανίζουν αυξημένο κοιλιακό και περισπλαχνικό λίπος) σε συνθήκες στρες, βρίσκουν ανακούφιση ή ευχαρίστηση τρώγοντας, κυρίως λόγω του ότι η τροφή διεγείρει τα κέντρα αμοιβής στον εγκέφαλο. Αυτή η συμπεριφορά που μόλις περιγράφηκε, δηλαδή ότι ‘τρώω προκειμένου να λάβω ανακούφιση ή ευχαρίστηση’, αποδίδεται με τον όρο ‘stress eating’ ή ‘emotional eating’ .
Αποτέλεσμα του σύγχρονου τρόπου ζωής αλλά και των λανθασμένων διατροφικών επιλογών, είναι η παχυσαρκία, η οποία έχει λάβει διαστάσεις πραγματικής επιδημίας τα τελευταία χρόνια. Αυτό που είναι όμως εντυπωσιακό, είναι ότι η παχυσαρκία δεν αφορά πια μόνο τις πλούσιες και τις ανεπτυγμένες χώρες. Αντιθέτως, η έρευνα καταδεικνύει αύξηση και σε χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, με παράλληλη αύξηση νοσημάτων, όπως ο διαβήτης, το μεταβολικό σύνδρομο, τα καρδιαγγειακά κ.α. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι διεθνώς είναι παχύσαρκοι και ο αριθμός αυτός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Αυτό όμως που πράγματι ‘σοκάρει’ είναι η επίπτωση της παχυσαρκίας στα παιδιά και στους εφήβους. Σύμφωνα με επιδημιολογικά δεδομένα, η παχυσαρκία μεταξύ των ετών 1963- 2004, διπλασιάστηκε στα παιδιά ηλικίας 2-5 ετών (από 5% σε 14%), τετραπλασιάστηκε στην παιδική ηλικία 6-11 ετών (από 4% σε 19%), τριπλασιάστηκε στους εφήβους (από 5 % σε 17%) ενώ και το 12% των βρεφών ηλικίας 6-23 μηνών είναι υπέρβαρα.
Η αυξημένη επίπτωση της παχυσαρκίας, τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων, οφείλεται στην τεράστια αλλαγή του τρόπου ζωής που ακολουθεί το ‘δυτικό’ πρότυπο. Όσον αφορά στα παιδιά, το παιχνίδι στις αυλές και τις πλατείες, έχει πλέον αντικατασταθεί από τα playstation και τα παιχνίδια στον υπολογιστή που μεταφράζονται σε καθιστική ζωή γεγονός που με τη σειρά του συνεπάγεται σοβαρά προβλήματα υγείας . Επιπλέον, οι γονείς εργάζονται αρκετές ώρες και η μεσογειακή διατροφή, για την οποία κάποτε ήμασταν περήφανοι, έδωσε τη σκυτάλη της στα ‘έτοιμα φαγητά’ (fast food) που είναι γεμάτα λίπος και μαγειρεύονται ανθυγιεινά. Άμεσες ενδείξεις για το ότι η αυξημένη κατανάλωση έτοιμων φαγητών οδηγεί σε υπερβάλλον βάρος και παχυσαρκία δεν υπάρχουν. Όμως, είναι ευρέως αποδεκτό ότι αυτό αποτελεί γεγονός και ότι η παχυσαρκία έχει αυξηθεί στις βιομηχανικές κοινωνίες, καθώς οι οικογένειες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από το σπιτικό φαγητό.
Ο ρόλος βέβαια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης είναι καθοριστικός ως προς αυτό. Τα μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου και του τύπου, διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διάδοση της πληροφορίας στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες. Αποτελούν μέρος μιας ανεπίσημης εκπαίδευσης, ενώ επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τα πιστεύω του κοινού. Οι επιλογές και οι συνήθεις των παιδιών και των εφήβων, που ανήκουν στις πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα ενημέρωσης. Έτσι, η τηλεόραση φαίνεται να είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την κατανάλωση τροφών από τα παιδιά που διαφημίζονται από αυτή. Υποστηρίζεται βέβαια ότι κάποιο ρόλο διαδραματίζουν και τα γονίδια, δηλαδή οι διαταραχές στο γενετικό μας υλικό που προδιαθέτουν κάποια άτομα να γίνουν παχύσαρκα. Όμως η γενετική προδιάθεση από μόνη της δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δραματική αύξηση της επίπτωσης της παχυσαρκίας. Το σενάριο που φαίνεται να ερμηνεύει καλύτερα την πραγματικότητα, είναι ότι τα άτομα με κάποια γενετική προδιάθεση που εκτίθενται σε ένα ‘κακό’ περιβάλλον με κακή διατροφή και απουσία άσκησης, γίνονται παχύσαρκα.
Η παχυσαρκία συνδέεται με μια σειρά προβλημάτων υγείας, όπως καρδιαγγειακά, προβλήματα των αρθρώσεων (οστεοαρθρίτιδα), διαταραχές των πνευμόνων, αυξημένη αρτηριακή πίεση (υπέρταση), διαβήτη τύπου ΙΙ , oστεοπόρωση, καρκίνο κ.α. Αυτό όμως που είναι πράγματι δυσάρεστο, είναι ότι τέτοια και ανάλογης βαρύτητας προβλήματα, διαπιστώνονται σε μεγάλο ποσοστό και σε παιδιά και εφήβους. Το 2001, εκτιμήθηκε ότι το 45% των παχύσαρκων εφήβων ήταν διαβητικοί, ενώ το 1990 το ποσοστό των εφήβων έφτανε μόλις το 4%. Μια ‘τραγική’ πρόβλεψη είναι ότι αν η παχυσαρκία συνεχίσει να αυξάνεται με το σημερινό ρυθμό, τότε 1 στα 3 νεογνά που γεννήθηκαν το 2000 θα αναπτύξουν μελλοντικά σακχαρώδη διαβήτη. Όσον αφορά στο θέμα του καρκίνου, δεν είναι λίγοι αυτοί που ακόμη και σήμερα πιστεύουν πως αν είναι να σου συμβεί, θα σου συμβεί και πως κάθε προσπάθεια από μέρους μας με κατεύθυνση προληπτική είναι μάταιη. Και όλα αυτά τη στιγμή που το Παγκόσμιο Ταμείο Έρευνας για τον Καρκίνο (WCRF) και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο (AICR) ανακοινώνουν πως ποσοστό της τάξεως του 30-40% όλων των καρκίνων σχετίζεται άμεσα με τη διατροφή τη μειωμένη φυσική δραστηριότητα, την παχυσαρκία και με άλλους παράγοντες που βρίσκονται σε απόλυτη συνάρτηση με τον τρόπο ζωής μας και συνεπώς θα μπορούσαν να αλλάξουν.
Επιπλέον, η παιδική παχυσαρκία συνοδεύεται και από έντονες ψυχοκοινωνικές διαταραχές (χαμηλή αυτοεκτίμηση, προβλήματα συμπεριφοράς) που μειώνουν την κοινωνικότητα και αυξάνουν την εσωστρέφεια και την απομόνωση των παιδιών επιδεινώνοντας περαιτέρω το πρόβλημα της παχυσαρκίας. Η πρώιμη παχυσαρκία οδηγεί σε μια αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας στη μετέπειτα ζωή, καθώς και σε αυξημένη συχνότητα εμφάνισης παθήσεων που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Σε μια Ιαπωνική μελέτη διαπιστώθηκε ότι περίπου το 1/3 των παχύσαρκων παιδιών έγιναν παχύσαρκοι ενήλικες.
Η βασική σύσταση λοιπόν για τα παιδιά, τους εφήβους αλλά και τους ενήλικες, είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής, δηλαδή η αλλαγή του τρόπου διατροφής και η άσκηση. Όσον αφορά στη διατροφή, προτείνεται η μείωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων, η αύξηση κατανάλωσης φρούτων-λαχανικών, η αποφυγή της ζάχαρης και αναψυκτικών και η αύξηση της κατανάλωσης νερού. Η πρόληψη θα πρέπει να αποτελεί το στόχο μιας συνδυασμένης προσπάθειας που αφορά το παιδί, την οικογένεια, τους παιδιάτρους και άλλους ειδικούς γιατρούς, το σχολείο και την πολιτεία. Η οικογένεια θα πρέπει να είναι ευαισθητοποιημένη και να συμβουλεύεται τους ειδικούς γιατρούς, έτσι ώστε να ενθαρρύνεται η έγκαιρη διάγνωση των παχύσαρκων παιδιών, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ενθαρρύνεται ο μητρικός θηλασμός και η ισορροπημένη διατροφή στη μετέπειτα ζωή. Τέλος, σημαντικά θα μπορούσαν να βοηθήσουν ως προς αυτό μαθήματα ειδικά που να αφορούν στις σωστές διατροφικές συνήθειες στα σχολεία από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού ή ακόμη και από το νηπιαγωγείο. Η διδασκαλία με απλά παραδείγματα και το μάθημα με τη μορφή παιχνιδιού μπορούν να βοηθήσουν τα μικρά παιδιά να μάθουν καλύτερα. Οι γονείς βέβαια και η δικές τους διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές παίζουν καθοριστικό ρόλο. Θα πρέπει να αποτελέσουν οι ίδιοι πρότυπο για τα παιδιά τους έτσι ώστε αυτά από μικρά να μάθουν να ασκούνται, να τρώνε υγιεινά και να αποφεύγεται η πολύωρη παρακολούθηση τηλεόρασης .
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Adam, T. C., & Empel, E. S. (2007). Stress eating and the reward system. Physiology & Behavior, 91(4) : 449-458.
– Misra, A., & Khurana, L. (2008). Obesity and the metabolic syndrome in developing countries. Journal of Clinical Endocrinology & Metaboism, 93 :
9-30.
– Mann J. (2000). Stemming the tide of diabetes mellitus. Lancet, 356:1454- 1455.
– Massachusetts Medical Society, Committee on Nutrition. Fast food fare: consumer guidelines. New England Journal of Medicine, 321: 752-755.
– Jakes, R.W., Day, N.E., Khaw, K.T., Luben, R., Oakes,S., Welch,A., Bingham, S., Wareham, N. J. (2003). Television viewing and low participation in vigorous recreation are independently associated with obesity and markers of cardiovascular disease risk: EPIC- Norfolk population-based study. European Journal of Clinical Nutrition, 57: 1089-1096.
– Ludwig, D.S., Peterson, K.E., Gormakaer, S.L. (2001). Relation between consumption of sugar-sweetened drinks and childhood obesity: a prospective, observational analysis. Lancet, 357:505-508.
– Westerterp, K., Goran, M. (1997). Relationship between physical activity related energy expenditure and body composition: a gender difference. International Journal of Obesity and Related Metabolic Disorders, 21: 184- 188.
– Kotani, K. et al. (1997). Two decades of annual medical examinations in Japanese obese children: do obese children grow into obese adults? International Journal of Obesity and Related Metabolic Disorders, 21: 912-921.
– The World Health Report 2002: Reducing risks, promoting healthy life, Geneva, World Health Organization, 2002.
– Diet, nutrition and the prevention of chronic diseases. Report of WHO Study Group, Geneva, World Health Organisation, 1990 (WHO Technical Report Series, No 797).
– Taras, H. et al. (1989). Television’s influence on children’s diet and physical activity. Journal of Development and Behavioral Pediatrics, 10: 176-180.
– Robinson, T., Killin, J. (1995). Ethnic and gender differences in the relationships between television viewing and obesity, physical activity, and dietary fat intake. Journal of Health Education, 26: 91-98.